- άδεντρος
- -η, -ο [δέντρο]βλ. άδενδρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άδεντρος — η, ο αυτός που δεν έχει δέντρα: Ύστερα από τις πυρκαγιές η περιοχή έμεινε άδεντρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδενδρος — και άδεντρος, η, ο (Α ἄδενδρος, ον) [δένδρο] 1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει δέντρα 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ιδιόκτητα δένδρα 3. μτφ. αυτός που δεν έχει παιδιά, απογόνους 4. (για χωράφια) ο μη κατάλληλος για δενδροφύτευση … Dictionary of Greek
άδρυς — ἄδρυς ( υος), υ (Α) [δρῡς] αυτός που δεν έχει δρυς και γενικότερα δέντρα, ο άδεντρος … Dictionary of Greek
ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
Αντίμηλος — Ακατοίκητο νησί (9 τ. χλμ., υψόμ. 686 μ.) του νότιου Αιγαίου. Λέγεται και Ερημόμηλος. Το νησί είναι στην ουσία ένας βράχος απόκρημνος, άδεντρος, άγονος και άνυδρος, όπου φυτρώνουν μόνο θάμνοι με τους οποίους τρέφονται αίγαγροι. Ίχνη αρχαίων… … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό 1. αυτός που δε φοράει ρούχα, γδυτός, ακάλυπτος: Της αρέσει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γυμνή. 2. μτφ., ο φτωχός, ο άδειος: Το δωμάτιό μου είναι γυμνό γιατί δεν αγόρασα ακόμα έπιπλα. 3. χωρίς βλάστηση, άδεντρος: Γυμνός λόφος. 4. το ουδ. ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξάνοιγμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξανοίγω. 2. άδεντρος τόπος σε δασώδη περιοχή, αλλ. ξέφωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλακρός — φαλακρός, ή, ό και φαρακλός, ή, ό και καραφλός, ή, ό 1. αυτός που έχει φαλάκρα (βλ. λ.). 2. μτφ. (για εδαφικές εκτάσεις), άδεντρος, αποψιλωμένος, ο στερημένος από βλάστηση: Το ύψωμα είναι φαλακρό και οι στρατιώτες φαίνονται από τα αεροπλάνα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)